- ὑποσκέλισμα
- ὑποσκέλ-ισμα, ατος, τό,A fall given by tripping up, LXX Pr.24.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσκέλισμα — ίσματος, τὸ, Α [ὑποσκελίζω] ανατροπή με υποσκελισμό … Dictionary of Greek
ὑποσκελίσματι — ὑποσκέλισμα fall given by tripping up neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδροστρόφος — ἑδροστρόφος, ο (Α) παλαιστής που ρίχνει κάτω τον αντίπαλο του με υποσκέλισμα … Dictionary of Greek